παραβαλλέταιρος

παραβαλλέταιρος
παραβαλλέταιρος, , (
A

παραβάλλω A.

VI) one who betrays his comrade, Eust.1406.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραβαλλέταιρος — ὁ, Μ 1. αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβάλλω + ἑταῖρος «σύντροφος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”